- αγραμματία
- ἀγραμματία, η (Α) [ἀγράμματος]η αγραμματοσύνη*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγραμματία — ἀγραμματίᾱ , ἀγραμματία illiteracy fem nom/voc/acc dual ἀγραμματίᾱ , ἀγραμματία illiteracy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραμματίας — ἀγραμματίᾱς , ἀγραμματία illiteracy fem acc pl ἀγραμματίᾱς , ἀγραμματία illiteracy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)